συντερατεύομαι

συντερατεύομαι
Μ
τερατολογώ από κοινού, διηγούμαι τερατώδη πράγματα μαζί με άλλους («Ἀρριανὸς... φησὶν ὅτι Δῆλος ἡ πάλαι πλωτὴ οὖσα... καὶ ἄλλοι συντερατευόμενοι αὐτῷ φασι», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + τερατεύομαι «διηγούμαι αλλόκοτα πράγματα, τερατολογώ» (< τέρας, -ατος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συντερατευόμενοι — συντερατεύομαι tell marvels together pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντερατευόμενος — συντερατεύομαι tell marvels together pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”